πατρίς

πατρίς
I
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Hμαθίας. Βρίσκεται στα βόρεια της Βέροιας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.).
II
Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. Aξιολογότερη ήταν η καθημερινή εφημερίδα που εκδόθηκε το 1891 στο Βουκουρέστι από τον Αρ. Μιχαήλ. Το 1905 μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εκδιδόταν έως το 1923. Επανεκδόθηκε το 1928. Μετά το 1936 συνέχισε την έκδοσή της έως εβδομαδιαία οικονομική εφημερίδα. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε, και κυκλοφορεί ακόμα, καθημερινή εφημερίδα στον Πύργο της Ηλείας (1902-33), με ιδρυτή τον Λ. Βαρουξή.
* * *
η, ΝΜΑ
βλ. πατρίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πατρίς — of one s fathers fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ. — πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ. См. Отчизна там, где любят нас …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λουμούμπα, Πατρίς Εμερζί — (Patrice Emergy Lumumba, Οναλούα, Βελγικό Κονγκό 1925 – Κατάνγκα, Κονγκό 1961). Κονγκολέζος πολιτικός, πρώτος πρωθυπουργός της Δημοκρατίας του Κονγκό [σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό] (Ιούνιος Σεπτέμβριος 1960). Καταγόταν από τη φυλή… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Μαόν, Μαρί Εντμέ Πατρίς Μορίς — (Marie Edme Patrice Maurice MacMahon, Σιλί 1808 – Σατό ντε Λα Φορέ, Λουάρ 1893). Γάλλος στρατάρχης και πολιτικός, πρόεδρος της Γαλλίας (1873 79). Πέρασε μεγάλο μέρος της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας στην Αλγερία, αλλά το 1855 τοποθετήθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • πατρίδα — πατρίς of one s fathers fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδας — πατρίς of one s fathers fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδες — πατρίς of one s fathers fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδι — πατρίς of one s fathers fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδος — πατρίς of one s fathers fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδων — πατρίς of one s fathers fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”